ανοιχτοχέρης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανοιχτοχέρης • (anoichtochéris) m (feminine ανοιχτοχέρα, neuter ανοιχτοχέρικο)
- open-handed, generous
- (as a noun) open-handed person
Declension
[edit]Declension of ανοιχτοχέρης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοιχτοχέρης • | ανοιχτοχέρα • | ανοιχτοχέρικο • | ανοιχτοχέρηδες • | ανοιχτοχέρες • | ανοιχτοχέρικα • |
genitive | ανοιχτοχέρη • | ανοιχτοχέρας • | ανοιχτοχέρικου • | ανοιχτοχέρηδων • | — | ανοιχτοχέρικων • |
accusative | ανοιχτοχέρη • | ανοιχτοχέρα • | ανοιχτοχέρικο • | ανοιχτοχέρηδες • | ανοιχτοχέρες • | ανοιχτοχέρικα • |
vocative | ανοιχτοχέρη • | ανοιχτοχέρα • | ανοιχτοχέρικο • | ανοιχτοχέρηδες • | ανοιχτοχέρες • | ανοιχτοχέρικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοιχτοχέρης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοιχτοχέρης, etc.) |