Jump to content

ανοιχτοχέρης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανοιχτοχέρης (anoichtochérism (feminine ανοιχτοχέρα, neuter ανοιχτοχέρικο)

  1. open-handed, generous
  2. (as a noun) open-handed person

Declension

[edit]
Declension of ανοιχτοχέρης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοιχτοχέρης (anoichtochéris) ανοιχτοχέρα (anoichtochéra) ανοιχτοχέρικο (anoichtochériko) ανοιχτοχέρηδες (anoichtochérides) ανοιχτοχέρες (anoichtochéres) ανοιχτοχέρικα (anoichtochérika)
genitive ανοιχτοχέρη (anoichtochéri) ανοιχτοχέρας (anoichtochéras) ανοιχτοχέρικου (anoichtochérikou) ανοιχτοχέρηδων (anoichtochéridon) ανοιχτοχέρικων (anoichtochérikon)
accusative ανοιχτοχέρη (anoichtochéri) ανοιχτοχέρα (anoichtochéra) ανοιχτοχέρικο (anoichtochériko) ανοιχτοχέρηδες (anoichtochérides) ανοιχτοχέρες (anoichtochéres) ανοιχτοχέρικα (anoichtochérika)
vocative ανοιχτοχέρη (anoichtochéri) ανοιχτοχέρα (anoichtochéra) ανοιχτοχέρικο (anoichtochériko) ανοιχτοχέρηδες (anoichtochérides) ανοιχτοχέρες (anoichtochéres) ανοιχτοχέρικα (anoichtochérika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοιχτοχέρης, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοιχτοχέρης, etc.)

[edit]