Jump to content

δολοφονημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of δολοφονούμαι (dolofonoúmai), passive voice of δολοφονώ (I murder).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ðo.lo.fo.niˈme.nos/
  • Hyphenation: δο‧λο‧φο‧νη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

δολοφονημένος (dolofoniménosm (feminine δολοφονημένη, neuter δολοφονημένο)

  1. murdered, assassinated

Declension

[edit]
Declension of δολοφονημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δολοφονημένος (dolofoniménos) δολοφονημένη (dolofoniméni) δολοφονημένο (dolofoniméno) δολοφονημένοι (dolofoniménoi) δολοφονημένες (dolofoniménes) δολοφονημένα (dolofoniména)
genitive δολοφονημένου (dolofoniménou) δολοφονημένης (dolofoniménis) δολοφονημένου (dolofoniménou) δολοφονημένων (dolofoniménon) δολοφονημένων (dolofoniménon) δολοφονημένων (dolofoniménon)
accusative δολοφονημένο (dolofoniméno) δολοφονημένη (dolofoniméni) δολοφονημένο (dolofoniméno) δολοφονημένους (dolofoniménous) δολοφονημένες (dolofoniménes) δολοφονημένα (dolofoniména)
vocative δολοφονημένε (dolofoniméne) δολοφονημένη (dolofoniméni) δολοφονημένο (dolofoniméno) δολοφονημένοι (dolofoniménoi) δολοφονημένες (dolofoniménes) δολοφονημένα (dolofoniména)