Jump to content

αρρωστημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect passive participle of αρρωσταίνω (arrostaíno) or αρρωστώ, a verb without passive voice forms.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ro.stiˈme.nos/
  • Hyphenation: αρ‧ρω‧στη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αρρωστημένος (arrostiménosm (feminine αρρωστημένη, neuter αρρωστημένο)

  1. beyond normal, healthy boundaries, pervert
    Το αρρωστημένο του μυαλό, η αρρωστημένη του φαντασία, τον οδήγησαν στο έγκλημα.
    To arrostiméno tou myaló, i arrostiméni tou fantasía, ton odígisan sto égklima.
    His sick mind, his sick imagination, led him to the crime.
  2. (literal, rare) sick
  3. (of plants, fruits) sickly

Declension

[edit]
Declension of αρρωστημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρρωστημένος (arrostiménos) αρρωστημένη (arrostiméni) αρρωστημένο (arrostiméno) αρρωστημένοι (arrostiménoi) αρρωστημένες (arrostiménes) αρρωστημένα (arrostiména)
genitive αρρωστημένου (arrostiménou) αρρωστημένης (arrostiménis) αρρωστημένου (arrostiménou) αρρωστημένων (arrostiménon) αρρωστημένων (arrostiménon) αρρωστημένων (arrostiménon)
accusative αρρωστημένο (arrostiméno) αρρωστημένη (arrostiméni) αρρωστημένο (arrostiméno) αρρωστημένους (arrostiménous) αρρωστημένες (arrostiménes) αρρωστημένα (arrostiména)
vocative αρρωστημένε (arrostiméne) αρρωστημένη (arrostiméni) αρρωστημένο (arrostiméno) αρρωστημένοι (arrostiménoi) αρρωστημένες (arrostiménes) αρρωστημένα (arrostiména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αρρωστημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αρρωστημένος, etc.)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]