συμμετέχων
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]συμμετέχων • (symmetéchon) m (feminine συμμετέχουσα, neuter συμμετέχον)
- active present participle of συμμετέχω (symmetécho): participating
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συμμετέχων (symmetéchon) | συμμετέχουσα (symmetéchousa) | συμμετέχον (symmetéchon) | συμμετέχοντες (symmetéchontes) | συμμετέχουσες (symmetéchouses) | συμμετέχοντα (symmetéchonta) | |
genitive | συμμετέχοντος (symmetéchontos) | συμμετέχουσας (symmetéchousas) συμμετεχούσης (symmetechoúsis) |
συμμετέχοντος (symmetéchontos) | συμμετεχόντων (symmetechónton) | συμμετεχουσών (symmetechousón) | συμμετεχόντων (symmetechónton) | |
accusative | συμμετέχοντα (symmetéchonta) | συμμετέχουσα (symmetéchousa) | συμμετέχον (symmetéchon) | συμμετέχοντες (symmetéchontes) | συμμετέχουσες (symmetéchouses) | συμμετέχοντα (symmetéchonta) | |
vocative | συμμετέχων (symmetéchon) | συμμετέχουσα (symmetéchousa) | συμμετέχον (symmetéchon) | συμμετέχοντες (symmetéchontes) | συμμετέχουσες (symmetéchouses) | συμμετέχοντα (symmetéchonta) |
Noun
[edit]συμμετέχων • (symmetéchon) m (plural συμμετέχοντες, feminine συμμετέχουσα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμμετέχων (symmetéchon) | συμμετέχοντες (symmetéchontes) |
genitive | συμμετέχοντος (symmetéchontos) | συμμετεχόντων (symmetechónton) |
accusative | συμμετέχοντα (symmetéchonta) | συμμετέχοντες (symmetéchontes) |
vocative | συμμετέχων (symmetéchon) | συμμετέχοντες (symmetéchontes) |
References
[edit]- συμμετέχων, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language