Jump to content

συμμετέχων

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /si.meˈte.xon/
  • Hyphenation: συμ‧με‧τέ‧χων

Participle

[edit]

συμμετέχων (symmetéchonm (feminine συμμετέχουσα, neuter συμμετέχον)

  1. active present participle of συμμετέχω (symmetécho): participating

Declension

[edit]
Declension of συμμετέχων
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμμετέχων (symmetéchon) συμμετέχουσα (symmetéchousa) συμμετέχον (symmetéchon) συμμετέχοντες (symmetéchontes) συμμετέχουσες (symmetéchouses) συμμετέχοντα (symmetéchonta)
genitive συμμετέχοντος (symmetéchontos) συμμετέχουσας (symmetéchousas)
συμμετεχούσης (symmetechoúsis)
συμμετέχοντος (symmetéchontos) συμμετεχόντων (symmetechónton) συμμετεχουσών (symmetechousón) συμμετεχόντων (symmetechónton)
accusative συμμετέχοντα (symmetéchonta) συμμετέχουσα (symmetéchousa) συμμετέχον (symmetéchon) συμμετέχοντες (symmetéchontes) συμμετέχουσες (symmetéchouses) συμμετέχοντα (symmetéchonta)
vocative συμμετέχων (symmetéchon) συμμετέχουσα (symmetéchousa) συμμετέχον (symmetéchon) συμμετέχοντες (symmetéchontes) συμμετέχουσες (symmetéchouses) συμμετέχοντα (symmetéchonta)

Noun

[edit]

συμμετέχων (symmetéchonm (plural συμμετέχοντες, feminine συμμετέχουσα)

  1. participant

Declension

[edit]
Declension of συμμετέχων
singular plural
nominative συμμετέχων (symmetéchon) συμμετέχοντες (symmetéchontes)
genitive συμμετέχοντος (symmetéchontos) συμμετεχόντων (symmetechónton)
accusative συμμετέχοντα (symmetéchonta) συμμετέχοντες (symmetéchontes)
vocative συμμετέχων (symmetéchon) συμμετέχοντες (symmetéchontes)

References

[edit]