συμμετέχω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Ancient Greek συμμετέχω (summetékhō). Morphologically, (συν-) συμ- ((syn-) sym-, “together, syn-”) + μετέχω (metécho, “participate”) < (μετα-) μετ- ((meta-) met-) + έχω (écho, “I have”)
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]συμμετέχω • (symmetécho) (past συμμετείχα, passive —)
- to participate, take part
Conjugation
[edit]συμμετέχω (active forms only)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | συμμετέχω | συμμετάσχω | ||
2 sg | συμμετέχεις | συμμετάσχεις | ||
3 sg | συμμετέχει | συμμετάσχει | ||
1 pl | συμμετέχουμε, [‑ομε] | συμμετάσχουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | συμμετέχετε | συμμετάσχετε | ||
3 pl | συμμετέχουν(ε) | συμμετάσχουν[ε] | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | συμμετείχα | συμμετείχα1 | ||
2 sg | συμμετείχες | συμμετείχες | ||
3 sg | συμμετείχε | συμμμετείχε, [{συμμετέσχε}] | ||
1 pl | συμμετέχαμε | συμμετάσχαμε | ||
2 pl | συμμετέχατε | συμμετάσχατε | ||
3 pl | συμμετείχαν[ε] | συμμετείχαν(ε), [{συμμετέσχον}] | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα συμμετέχω ➤ | θα συμμετάσχω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συμμετέχεις, … | θα συμμετάσχεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συμμετάσχει | |||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συμμετάσχει | |||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συμμετάσχει | |||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | — | — | ||
2 pl | συμμετέχετε | συμμετάσχτε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | formal declinable: συμμετέχων, συμμετέχουσα, συμμετέχον indeclinable: συμμετέχοντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας συμμετάσχει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | — | |||
Nonfinite form ➤ | συμμετάσχει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Less common, formal past forms for the third persons from the ancient aorist συμμετέσχον (summetéskhon) of verb συμμετέχω (summetékhō). • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- συμμετέχων (symmetéchon)
- συμμετοχή (symmetochí)
- συμμετοχικός (symmetochikós)
- συμμέτοχος (symmétochos)
and see: συν (syn), μετά (metá), and έχω (écho, “I have”)
Further reading
[edit]- συμμετέχω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language