Jump to content

αποτιτανωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Participle

[edit]

αποτιτανωμένος (apotitanoménosm (feminine αποτιτανωμένη, neuter αποτιτανωμένο)

  1. calcified

Declension

[edit]
Declension of αποτιτανωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποτιτανωμένος (apotitanoménos) αποτιτανωμένη (apotitanoméni) αποτιτανωμένο (apotitanoméno) αποτιτανωμένοι (apotitanoménoi) αποτιτανωμένες (apotitanoménes) αποτιτανωμένα (apotitanoména)
genitive αποτιτανωμένου (apotitanoménou) αποτιτανωμένης (apotitanoménis) αποτιτανωμένου (apotitanoménou) αποτιτανωμένων (apotitanoménon) αποτιτανωμένων (apotitanoménon) αποτιτανωμένων (apotitanoménon)
accusative αποτιτανωμένο (apotitanoméno) αποτιτανωμένη (apotitanoméni) αποτιτανωμένο (apotitanoméno) αποτιτανωμένους (apotitanoménous) αποτιτανωμένες (apotitanoménes) αποτιτανωμένα (apotitanoména)
vocative αποτιτανωμένε (apotitanoméne) αποτιτανωμένη (apotitanoméni) αποτιτανωμένο (apotitanoméno) αποτιτανωμένοι (apotitanoménoi) αποτιτανωμένες (apotitanoménes) αποτιτανωμένα (apotitanoména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποτιτανωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποτιτανωμένος, etc.)

[edit]