Jump to content

αποσταλμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.stalˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧πο‧σταλ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αποσταλμένος (apostalménosm (feminine αποσταλμένη, neuter αποσταλμένο)

  1. less frequent, demotic form of απεσταλμένος (apestalménos) without the internal augment

Declension

[edit]
Declension of αποσταλμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποσταλμένος (apostalménos) αποσταλμένη (apostalméni) αποσταλμένο (apostalméno) αποσταλμένοι (apostalménoi) αποσταλμένες (apostalménes) αποσταλμένα (apostalména)
genitive αποσταλμένου (apostalménou) αποσταλμένης (apostalménis) αποσταλμένου (apostalménou) αποσταλμένων (apostalménon) αποσταλμένων (apostalménon) αποσταλμένων (apostalménon)
accusative αποσταλμένο (apostalméno) αποσταλμένη (apostalméni) αποσταλμένο (apostalméno) αποσταλμένους (apostalménous) αποσταλμένες (apostalménes) αποσταλμένα (apostalména)
vocative αποσταλμένε (apostalméne) αποσταλμένη (apostalméni) αποσταλμένο (apostalméno) αποσταλμένοι (apostalménoi) αποσταλμένες (apostalménes) αποσταλμένα (apostalména)