αβγατισμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Passive perfect participle of αβγατίζω (avgatízo, “to increase”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αβγατισμένος • (avgatisménos) m (feminine αβγατισμένη, neuter αβγατισμένο)
Declension
[edit]Declension of αβγατισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβγατισμένος • | αβγατισμένη • | αβγατισμένο • | αβγατισμένοι • | αβγατισμένες • | αβγατισμένα • |
genitive | αβγατισμένου • | αβγατισμένης • | αβγατισμένου • | αβγατισμένων • | αβγατισμένων • | αβγατισμένων • |
accusative | αβγατισμένο • | αβγατισμένη • | αβγατισμένο • | αβγατισμένους • | αβγατισμένες • | αβγατισμένα • |
vocative | αβγατισμένε • | αβγατισμένη • | αβγατισμένο • | αβγατισμένοι • | αβγατισμένες • | αβγατισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αβγατισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αβγατισμένος, etc.) |
Related terms
[edit]- αβγατίζω (avgatízo, “to increase”)