βγάζοντας
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]βγάζοντας • (vgázontas) (indeclinable)
- Present participle of βγάζω (vgázo): taking off, taking
- Βγάζοντας φωτογραφία στο μουσείο, ήρθε ο φύλακας και τους είπε να μην ποζάρουν με τα αγάλματα.
- Vgázontas fotografía sto mouseío, írthe o fýlakas kai tous eípe na min pozároun me ta agálmata.
- Taking a photo at the museum, the guard came and told them not to pose with the statues.