Jump to content

διαλελυμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
 

Participle

[edit]

δῐᾰλελῠμένος (dialeluménosm (feminine δῐᾰλελῠμένη, neuter δῐᾰλελῠμένον); first/second declension

  1. (Koine) perfect mediopassive participle of δῐᾰλῡ́ω (dialū́ō)

Inflection

[edit]

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of διαλύομαι (dialýomai), passive form of διαλύω (dissolve), from the Hellenistic Koine Greek δῐᾰλελῠμένος (dialeluménos). Also, semantic loan from French dissous.[1] Morphologically, from δια- (through) + λελῠμένος (leluménos, untied; solved).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði̯a.le.liˈme.nos/
  • Hyphenation: δια‧λε‧λυ‧μέ‧νος
  • Old Hyphenation: δι‧α‧λε‧λυ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

διαλελυμένος (dialelyménosm (feminine διαλελυμένη, neuter διαλελυμένο)

  1. (formal) Alternative form of διαλυμένος (dialyménos)

Declension

[edit]
Declension of διαλελυμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαλελυμένος (dialelyménos) διαλελυμένη (dialelyméni) διαλελυμένο (dialelyméno) διαλελυμένοι (dialelyménoi) διαλελυμένες (dialelyménes) διαλελυμένα (dialelyména)
genitive διαλελυμένου (dialelyménou) διαλελυμένης (dialelyménis) διαλελυμένου (dialelyménou) διαλελυμένων (dialelyménon) διαλελυμένων (dialelyménon) διαλελυμένων (dialelyménon)
accusative διαλελυμένο (dialelyméno) διαλελυμένη (dialelyméni) διαλελυμένο (dialelyméno) διαλελυμένους (dialelyménous) διαλελυμένες (dialelyménes) διαλελυμένα (dialelyména)
vocative διαλελυμένε (dialelyméne) διαλελυμένη (dialelyméni) διαλελυμένο (dialelyméno) διαλελυμένοι (dialelyménoi) διαλελυμένες (dialelyménes) διαλελυμένα (dialelyména)

References

[edit]
  1. ^ διαλελυμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language