Jump to content

απορφανισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of απορφανίζομαι (aporfanízomai), passive voice of απορφανίζω (aporfanízo).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.poɾ.fa.niˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧πορ‧φα‧νι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

απορφανισμένος (aporfanisménosm (feminine απορφανισμένη, neuter απορφανισμένο)

  1. orphaned

Declension

[edit]
Declension of απορφανισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απορφανισμένος (aporfanisménos) απορφανισμένη (aporfanisméni) απορφανισμένο (aporfanisméno) απορφανισμένοι (aporfanisménoi) απορφανισμένες (aporfanisménes) απορφανισμένα (aporfanisména)
genitive απορφανισμένου (aporfanisménou) απορφανισμένης (aporfanisménis) απορφανισμένου (aporfanisménou) απορφανισμένων (aporfanisménon) απορφανισμένων (aporfanisménon) απορφανισμένων (aporfanisménon)
accusative απορφανισμένο (aporfanisméno) απορφανισμένη (aporfanisméni) απορφανισμένο (aporfanisméno) απορφανισμένους (aporfanisménous) απορφανισμένες (aporfanisménes) απορφανισμένα (aporfanisména)
vocative απορφανισμένε (aporfanisméne) απορφανισμένη (aporfanisméni) απορφανισμένο (aporfanisméno) απορφανισμένοι (aporfanisménoi) απορφανισμένες (aporfanisménes) απορφανισμένα (aporfanisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απορφανισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απορφανισμένος, etc.)

Further reading

[edit]