απελευθερωμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of απελευθερώνομαι (apeleftherónomai), passive voice of απελευθερώνω (apeleftheróno).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]απελευθερωμένος • (apeleftheroménos) m (feminine απελευθερωμένη, neuter απελευθερωμένο)
Declension
[edit]Declension of απελευθερωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απελευθερωμένος • | απελευθερωμένη • | απελευθερωμένο • | απελευθερωμένοι • | απελευθερωμένες • | απελευθερωμένα • |
genitive | απελευθερωμένου • | απελευθερωμένης • | απελευθερωμένου • | απελευθερωμένων • | απελευθερωμένων • | απελευθερωμένων • |
accusative | απελευθερωμένο • | απελευθερωμένη • | απελευθερωμένο • | απελευθερωμένους • | απελευθερωμένες • | απελευθερωμένα • |
vocative | απελευθερωμένε • | απελευθερωμένη • | απελευθερωμένο • | απελευθερωμένοι • | απελευθερωμένες • | απελευθερωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απελευθερωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απελευθερωμένος, etc.) |
Further reading
[edit]- απελευθερωμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary, Centre for the Greek language