Jump to content

απελευθερωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of απελευθερώνομαι (apeleftherónomai), passive voice of απελευθερώνω (apeleftheróno).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.pe.le.fθe.ɾoˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧πε‧λευ‧θε‧ρω‧μέ‧νος

Participle

[edit]

απελευθερωμένος (apeleftheroménosm (feminine απελευθερωμένη, neuter απελευθερωμένο)

  1. released, freed, liberated
  2. emancipated

Declension

[edit]
Declension of απελευθερωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απελευθερωμένος (apeleftheroménos) απελευθερωμένη (apeleftheroméni) απελευθερωμένο (apeleftheroméno) απελευθερωμένοι (apeleftheroménoi) απελευθερωμένες (apeleftheroménes) απελευθερωμένα (apeleftheroména)
genitive απελευθερωμένου (apeleftheroménou) απελευθερωμένης (apeleftheroménis) απελευθερωμένου (apeleftheroménou) απελευθερωμένων (apeleftheroménon) απελευθερωμένων (apeleftheroménon) απελευθερωμένων (apeleftheroménon)
accusative απελευθερωμένο (apeleftheroméno) απελευθερωμένη (apeleftheroméni) απελευθερωμένο (apeleftheroméno) απελευθερωμένους (apeleftheroménous) απελευθερωμένες (apeleftheroménes) απελευθερωμένα (apeleftheroména)
vocative απελευθερωμένε (apeleftheroméne) απελευθερωμένη (apeleftheroméni) απελευθερωμένο (apeleftheroméno) απελευθερωμένοι (apeleftheroménoi) απελευθερωμένες (apeleftheroménes) απελευθερωμένα (apeleftheroména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απελευθερωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απελευθερωμένος, etc.)

Further reading

[edit]