From Wiktionary, the free dictionary
απελευθερώνω • (apeleftheróno ) (past απελευθέρωσα , passive απελευθερώνομαι , ppp απελευθερωμένος )
to set free , to liberate , to emancipate
απελευθερώνω απελευθερώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
απελευθερώνω
απελευθερώσω
απελευθερώνομαι
απελευθερωθώ
2 sg
απελευθερώνεις
απελευθερώσεις
απελευθερώνεσαι
απελευθερωθείς
3 sg
απελευθερώνει
απελευθερώσει
απελευθερώνεται
απελευθερωθεί
1 pl
απελευθερώνουμε , [‑ομε ]
απελευθερώσουμε , [‑ομε ]
απελευθερωνόμαστε
απελευθερωθούμε
2 pl
απελευθερώνετε
απελευθερώσετε
απελευθερώνεστε , απελευθερωνόσαστε
απελευθερωθείτε
3 pl
απελευθερώνουν (ε )
απελευθερώσουν (ε )
απελευθερώνονται
απελευθερωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
απελευθέρωνα
απελευθέρωσα
απελευθερωνόμουν (α )
απελευθερώθηκα
2 sg
απελευθέρωνες
απελευθέρωσες
απελευθερωνόσουν (α )
απελευθερώθηκες
3 sg
απελευθέρωνε
απελευθέρωσε
απελευθερωνόταν (ε )
απελευθερώθηκε
1 pl
απελευθερώναμε
απελευθερώσαμε
απελευθερωνόμασταν , (‑όμαστε )
απελευθερωθήκαμε
2 pl
απελευθερώνατε
απελευθερώσατε
απελευθερωνόσασταν , (‑όσαστε )
απελευθερωθήκατε
3 pl
απελευθέρωναν , απελευθερώναν (ε )
απελευθέρωσαν , απελευθερώσαν (ε )
απελευθερώνονταν , (απελευθερωνόντουσαν )
απελευθερώθηκαν , απελευθερωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα απελευθερώνω ➤
θα απελευθερώσω ➤
θα απελευθερώνομαι ➤
θα απελευθερωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα απελευθερώνεις , …
θα απελευθερώσεις , …
θα απελευθερώνεσαι , …
θα απελευθερωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … απελευθερώσει έχω, έχεις, … απελευθερωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … απελευθερωθεί είμαι , είσαι , … απελευθερωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … απελευθερώσει είχα, είχες, … απελευθερωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … απελευθερωθεί ήμουν , ήσουν , … απελευθερωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … απελευθερώσει θα έχω, θα έχεις, … απελευθερωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … απελευθερωθεί θα είμαι, θα είσαι, … απελευθερωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
απελευθέρωνε
απελευθέρωσε
—
απελευθερώσου
2 pl
απελευθερώνετε
απελευθερώστε
απελευθερώνεστε
απελευθερωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
απελευθερώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας απελευθερώσει ➤
απελευθερωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
απελευθερώσει
απελευθερωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.