απελευθερώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]απελευθερώνομαι • (apeleftherónomai) passive (past απελευθερώθηκα, ppp απελευθερωμένος, active απελευθερώνω)
- passive of απελευθερώνω (apeleftheróno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form