βασταγμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- βαστηγμένος (vastigménos)
Etymology
[edit]Perfect participle of βαστιέμαι (vastiémai), passive voice of βαστάω, βαστώ (“hold”).
Also, perfect participle of βαστάζομαι (vastázomai), passive voice of βαστάζω (“carry”)
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]βασταγμένος • (vastagménos) m (feminine βασταγμένη, neuter βασταγμένο)
Declension
[edit]Declension of βασταγμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βασταγμένος • | βασταγμένη • | βασταγμένο • | βασταγμένοι • | βασταγμένες • | βασταγμένα • |
genitive | βασταγμένου • | βασταγμένης • | βασταγμένου • | βασταγμένων • | βασταγμένων • | βασταγμένων • |
accusative | βασταγμένο • | βασταγμένη • | βασταγμένο • | βασταγμένους • | βασταγμένες • | βασταγμένα • |
vocative | βασταγμένε • | βασταγμένη • | βασταγμένο • | βασταγμένοι • | βασταγμένες • | βασταγμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βασταγμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βασταγμένος, etc.) |