Jump to content

βασταγμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of βαστιέμαι (vastiémai), passive voice of βαστάω, βαστώ (hold).
Also, perfect participle of βαστάζομαι (vastázomai), passive voice of βαστάζω (carry)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /va.staɣˈme.nos/
  • Hyphenation: βα‧σταγ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

βασταγμένος (vastagménosm (feminine βασταγμένη, neuter βασταγμένο)

  1. held
  2. held back
  3. (figuratively) endured

Declension

[edit]
Declension of βασταγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βασταγμένος (vastagménos) βασταγμένη (vastagméni) βασταγμένο (vastagméno) βασταγμένοι (vastagménoi) βασταγμένες (vastagménes) βασταγμένα (vastagména)
genitive βασταγμένου (vastagménou) βασταγμένης (vastagménis) βασταγμένου (vastagménou) βασταγμένων (vastagménon) βασταγμένων (vastagménon) βασταγμένων (vastagménon)
accusative βασταγμένο (vastagméno) βασταγμένη (vastagméni) βασταγμένο (vastagméno) βασταγμένους (vastagménous) βασταγμένες (vastagménes) βασταγμένα (vastagména)
vocative βασταγμένε (vastagméne) βασταγμένη (vastagméni) βασταγμένο (vastagméno) βασταγμένοι (vastagménoi) βασταγμένες (vastagménes) βασταγμένα (vastagména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βασταγμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βασταγμένος, etc.)