ανορυγμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.no.ɾiɣˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧νο‧ρυγ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

ανορυγμένος (anorygménosm (feminine ανορυγμένη, neuter ανορυγμένο)

  1. perfect passive participle of ανορύσσω (anorýsso)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανορυγμένος (anorygménos) ανορυγμένη (anorygméni) ανορυγμένο (anorygméno) ανορυγμένοι (anorygménoi) ανορυγμένες (anorygménes) ανορυγμένα (anorygména)
genitive ανορυγμένου (anorygménou) ανορυγμένης (anorygménis) ανορυγμένου (anorygménou) ανορυγμένων (anorygménon) ανορυγμένων (anorygménon) ανορυγμένων (anorygménon)
accusative ανορυγμένο (anorygméno) ανορυγμένη (anorygméni) ανορυγμένο (anorygméno) ανορυγμένους (anorygménous) ανορυγμένες (anorygménes) ανορυγμένα (anorygména)
vocative ανορυγμένε (anorygméne) ανορυγμένη (anorygméni) ανορυγμένο (anorygméno) ανορυγμένοι (anorygménoi) ανορυγμένες (anorygménes) ανορυγμένα (anorygména)
[edit]

See also

[edit]