Jump to content

αγκριωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Participle

[edit]

αγκριωμένος (agkrioménosm (feminine αγκριωμένη, neuter αγκριωμένο)

  1. (rare) perfect passive participle of αγκριώνω (agkrióno) "clung"

Declension

[edit]
Declension of αγκριωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγκριωμένος (agkrioménos) αγκριωμένη (agkrioméni) αγκριωμένο (agkrioméno) αγκριωμένοι (agkrioménoi) αγκριωμένες (agkrioménes) αγκριωμένα (agkrioména)
genitive αγκριωμένου (agkrioménou) αγκριωμένης (agkrioménis) αγκριωμένου (agkrioménou) αγκριωμένων (agkrioménon) αγκριωμένων (agkrioménon) αγκριωμένων (agkrioménon)
accusative αγκριωμένο (agkrioméno) αγκριωμένη (agkrioméni) αγκριωμένο (agkrioméno) αγκριωμένους (agkrioménous) αγκριωμένες (agkrioménes) αγκριωμένα (agkrioména)
vocative αγκριωμένε (agkrioméne) αγκριωμένη (agkrioméni) αγκριωμένο (agkrioméno) αγκριωμένοι (agkrioménoi) αγκριωμένες (agkrioménes) αγκριωμένα (agkrioména)