Jump to content

αγαναχτισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ɣa.na.xtiˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧γα‧να‧χτι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

αγαναχτισμένος (aganachtisménosm (feminine αγαναχτισμένη, neuter αγαναχτισμένο)

  1. Colloquial form of αγανακτισμένος (aganaktisménos)