αναβαλλόμενος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Present participle of αναβάλλομαι (anavállomai), passive voice of αναβάλλω (“to postpone”).
For the noun: word quoted from an ecclesiastical psalm, in jesting manner.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αναβαλλόμενος • (anavallómenos) m (plural αναβαλλόμενοι)
- (idiomatic expression) reprimand, tirade telling off
- Μου έψαλε τον αναβαλλόμενο.
- Mou épsale ton anavallómeno.
- [He/she] told me off (literally: He chanted the 'Anavallomenos' psalm.)
Declension
[edit]Declension of αναβαλλόμενος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναβαλλόμενος • | αναβαλλόμενοι • |
genitive | αναβαλλόμενου • | αναβαλλόμενων • |
accusative | αναβαλλόμενο • | αναβαλλόμενους • |
vocative | αναβαλλόμενε • | αναβαλλόμενοι • |
Participle
[edit]αναβαλλόμενος • (anavallómenos) m (feminine αναβαλλόμενη, neuter αναβαλλόμενο)
- being continuously postponed
Declension
[edit]Declension of αναβαλλόμενος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναβαλλόμενος • | αναβαλλόμενη • | αναβαλλόμενο • | αναβαλλόμενοι • | αναβαλλόμενες • | αναβαλλόμενα • |
genitive | αναβαλλόμενου • | αναβαλλόμενης • | αναβαλλόμενου • | αναβαλλόμενων • | αναβαλλόμενων • | αναβαλλόμενων • |
accusative | αναβαλλόμενο • | αναβαλλόμενη • | αναβαλλόμενο • | αναβαλλόμενους • | αναβαλλόμενες • | αναβαλλόμενα • |
vocative | αναβαλλόμενε • | αναβαλλόμενη • | αναβαλλόμενο • | αναβαλλόμενοι • | αναβαλλόμενες • | αναβαλλόμενα • |
Related terms
[edit]- αναβληθείς (“postponed”, passive past participle) (masc.) (learned), αναβληθείσα (fem.), αναβληθέν (neu.)
Further reading
[edit]- αναβαλλόμενος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- αναβαλλόμενος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language