απαιτούμενος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Present participle of απαιτούμαι (apaitoúmai), passive voice of απαιτώ (apaitó, “I demand”)
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]απαιτούμενος • (apaitoúmenos) m (feminine απαιτούμενη, neuter απαιτούμενο)
- necessary, required, requisite
- (substantively, in the plural, neuter) necessary funds see απαιτούμενα (apaitoúmena)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απαιτούμενος (apaitoúmenos) | απαιτούμενη (apaitoúmeni) | απαιτούμενο (apaitoúmeno) | απαιτούμενοι (apaitoúmenoi) | απαιτούμενες (apaitoúmenes) | απαιτούμενα (apaitoúmena) | |
genitive | απαιτούμενου (apaitoúmenou) | απαιτούμενης (apaitoúmenis) | απαιτούμενου (apaitoúmenou) | απαιτούμενων (apaitoúmenon) | απαιτούμενων (apaitoúmenon) | απαιτούμενων (apaitoúmenon) | |
accusative | απαιτούμενο (apaitoúmeno) | απαιτούμενη (apaitoúmeni) | απαιτούμενο (apaitoúmeno) | απαιτούμενους (apaitoúmenous) | απαιτούμενες (apaitoúmenes) | απαιτούμενα (apaitoúmena) | |
vocative | απαιτούμενε (apaitoúmene) | απαιτούμενη (apaitoúmeni) | απαιτούμενο (apaitoúmeno) | απαιτούμενοι (apaitoúmenoi) | απαιτούμενες (apaitoúmenes) | απαιτούμενα (apaitoúmena) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαιτούμενος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαιτούμενος, etc.)
Related terms
[edit]- απαιτούμενα n pl (apaitoúmena) (substantivised)
- προαπαιτούμενο n (proapaitoúmeno, “prerequisite”) (substantivised)
- προαπαιτούμενος (proapaitoúmenos)
- and see: απαιτώ (apaitó, “I demand”)
Further reading
[edit]- απαιτούμενος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- απαιτούμενος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language