Jump to content

απαιτούμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Present participle of απαιτούμαι (apaitoúmai), passive voice of απαιτώ (apaitó, I demand)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.peˈtu.me.nos/
  • Hyphenation: α‧παι‧τού‧με‧νος

Participle

[edit]

απαιτούμενος (apaitoúmenosm (feminine απαιτούμενη, neuter απαιτούμενο)

  1. necessary, required, requisite
  2. (substantively, in the plural, neuter) necessary funds see απαιτούμενα (apaitoúmena)

Declension

[edit]
Declension of απαιτούμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαιτούμενος (apaitoúmenos) απαιτούμενη (apaitoúmeni) απαιτούμενο (apaitoúmeno) απαιτούμενοι (apaitoúmenoi) απαιτούμενες (apaitoúmenes) απαιτούμενα (apaitoúmena)
genitive απαιτούμενου (apaitoúmenou) απαιτούμενης (apaitoúmenis) απαιτούμενου (apaitoúmenou) απαιτούμενων (apaitoúmenon) απαιτούμενων (apaitoúmenon) απαιτούμενων (apaitoúmenon)
accusative απαιτούμενο (apaitoúmeno) απαιτούμενη (apaitoúmeni) απαιτούμενο (apaitoúmeno) απαιτούμενους (apaitoúmenous) απαιτούμενες (apaitoúmenes) απαιτούμενα (apaitoúmena)
vocative απαιτούμενε (apaitoúmene) απαιτούμενη (apaitoúmeni) απαιτούμενο (apaitoúmeno) απαιτούμενοι (apaitoúmenoi) απαιτούμενες (apaitoúmenes) απαιτούμενα (apaitoúmena)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαιτούμενος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαιτούμενος, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]