αγγισμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αγγισμένος • (angisménos) m (feminine αγγισμένη, neuter αγγισμένο)
- Alternative form of αγγιγμένος (angigménos): touched
Declension
[edit]Declension of αγγισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγισμένος • | αγγισμένη • | αγγισμένο • | αγγισμένοι • | αγγισμένες • | αγγισμένα • |
genitive | αγγισμένου • | αγγισμένης • | αγγισμένου • | αγγισμένων • | αγγισμένων • | αγγισμένων • |
accusative | αγγισμένο • | αγγισμένη • | αγγισμένο • | αγγισμένους • | αγγισμένες • | αγγισμένα • |
vocative | αγγισμένε • | αγγισμένη • | αγγισμένο • | αγγισμένοι • | αγγισμένες • | αγγισμένα • |