Jump to content

απηρχαιωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Ancient Greek ἀπηρχαιωμένος (apērkhaiōménos), perfect participle of the passive verb ἀπαρχαιόομαι / ἀπαρχαιοῦμαι. And see απαρχαιωμένος (aparchaioménos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.pir.çe.oˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧πηρ‧χαι‧ω‧μέ‧νος

Participle

[edit]

απηρχαιωμένος (apirchaioménosm (feminine απηρχαιωμένη, neuter απηρχαιωμένο)

  1. (dated) old form of απαρχαιωμένος (aparchaioménos)
    older spelling: ἀπηρχαιωμένος (apērkhaiōménos)

Declension

[edit]
Declension of απηρχαιωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απηρχαιωμένος (apirchaioménos) απηρχαιωμένη (apirchaioméni) απηρχαιωμένο (apirchaioméno) απηρχαιωμένοι (apirchaioménoi) απηρχαιωμένες (apirchaioménes) απηρχαιωμένα (apirchaioména)
genitive απηρχαιωμένου (apirchaioménou) απηρχαιωμένης (apirchaioménis) απηρχαιωμένου (apirchaioménou) απηρχαιωμένων (apirchaioménon) απηρχαιωμένων (apirchaioménon) απηρχαιωμένων (apirchaioménon)
accusative απηρχαιωμένο (apirchaioméno) απηρχαιωμένη (apirchaioméni) απηρχαιωμένο (apirchaioméno) απηρχαιωμένους (apirchaioménous) απηρχαιωμένες (apirchaioménes) απηρχαιωμένα (apirchaioména)
vocative απηρχαιωμένε (apirchaioméne) απηρχαιωμένη (apirchaioméni) απηρχαιωμένο (apirchaioméno) απηρχαιωμένοι (apirchaioménoi) απηρχαιωμένες (apirchaioménes) απηρχαιωμένα (apirchaioména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απηρχαιωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απηρχαιωμένος, etc.)