απαρχαιωμένος
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- απηρχαιωμένος (apirchaioménos) (dated)
Etymology
[edit]Perfect participle of απαρχαιώνομαι (aparchaiónomai), passive voice of απαρχαιώνω. From Ancient Greek ἀπηρχαιωμένος (apērkhaiōménos) perfect participle of the passive verb ἀπαρχαιόομαι / ἀπαρχαιοῦμαι.
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]απαρχαιωμένος • (aparchaioménos) m (feminine απαρχαιωμένη, neuter απαρχαιωμένο)
- antiquated, outdated, obsolete
- old-fashioned, antiquated
- Μια απαρχαιωμένη μέθοδος διδασκαλίας. ― Mia aparchaioméni méthodos didaskalías. ― An old-fashioned teaching method.
- Έχει απαρχαιωμένες αντιλήψεις. ― Échei aparchaioménes antilípseis. ― He/she has old-fashioned views.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απαρχαιωμένος (aparchaioménos) | απαρχαιωμένη (aparchaioméni) | απαρχαιωμένο (aparchaioméno) | απαρχαιωμένοι (aparchaioménoi) | απαρχαιωμένες (aparchaioménes) | απαρχαιωμένα (aparchaioména) | |
genitive | απαρχαιωμένου (aparchaioménou) | απαρχαιωμένης (aparchaioménis) | απαρχαιωμένου (aparchaioménou) | απαρχαιωμένων (aparchaioménon) | απαρχαιωμένων (aparchaioménon) | απαρχαιωμένων (aparchaioménon) | |
accusative | απαρχαιωμένο (aparchaioméno) | απαρχαιωμένη (aparchaioméni) | απαρχαιωμένο (aparchaioméno) | απαρχαιωμένους (aparchaioménous) | απαρχαιωμένες (aparchaioménes) | απαρχαιωμένα (aparchaioména) | |
vocative | απαρχαιωμένε (aparchaioméne) | απαρχαιωμένη (aparchaioméni) | απαρχαιωμένο (aparchaioméno) | απαρχαιωμένοι (aparchaioménoi) | απαρχαιωμένες (aparchaioménes) | απαρχαιωμένα (aparchaioména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαρχαιωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαρχαιωμένος, etc.)
Further reading
[edit]- απαρχαιωμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- απαρχαιωμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language