Jump to content

απαρχαιωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of απαρχαιώνομαι (aparchaiónomai), passive voice of απαρχαιώνω. From Ancient Greek ἀπηρχαιωμένος (apērkhaiōménos) perfect participle of the passive verb ἀπαρχαιόομαι / ἀπαρχαιοῦμαι.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.par.çe.oˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧παρ‧χαι‧ω‧μέ‧νος

Participle

[edit]

απαρχαιωμένος (aparchaioménosm (feminine απαρχαιωμένη, neuter απαρχαιωμένο)

  1. antiquated, outdated, obsolete
  2. old-fashioned, antiquated
    Μια απαρχαιωμένη μέθοδος διδασκαλίας.Mia aparchaioméni méthodos didaskalías.An old-fashioned teaching method.
    Έχει απαρχαιωμένες αντιλήψεις.Échei aparchaioménes antilípseis.He/she has old-fashioned views.

Declension

[edit]
Declension of απαρχαιωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαρχαιωμένος (aparchaioménos) απαρχαιωμένη (aparchaioméni) απαρχαιωμένο (aparchaioméno) απαρχαιωμένοι (aparchaioménoi) απαρχαιωμένες (aparchaioménes) απαρχαιωμένα (aparchaioména)
genitive απαρχαιωμένου (aparchaioménou) απαρχαιωμένης (aparchaioménis) απαρχαιωμένου (aparchaioménou) απαρχαιωμένων (aparchaioménon) απαρχαιωμένων (aparchaioménon) απαρχαιωμένων (aparchaioménon)
accusative απαρχαιωμένο (aparchaioméno) απαρχαιωμένη (aparchaioméni) απαρχαιωμένο (aparchaioméno) απαρχαιωμένους (aparchaioménous) απαρχαιωμένες (aparchaioménes) απαρχαιωμένα (aparchaioména)
vocative απαρχαιωμένε (aparchaioméne) απαρχαιωμένη (aparchaioméni) απαρχαιωμένο (aparchaioméno) απαρχαιωμένοι (aparchaioménoi) απαρχαιωμένες (aparchaioménes) απαρχαιωμένα (aparchaioména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαρχαιωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαρχαιωμένος, etc.)

Further reading

[edit]