αποχαιρετισμένος
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αποχαιρετισμένος • (apochairetisménos) m (feminine αποχαιρετισμένη, neuter αποχαιρετισμένο)
- Perfect participle of αποχαιρετίζομαι (apochairetízomai), passive voice of αποχαιρετίζω (apochairetízo).
- Η εταιρεία παρουσίασε μια αποχαιρετισμένη έκδοση του αυτοκινήτου που ήταν πολύ δημορφιλές στη δεκαετία του 1960.
- I etaireía parousíase mia apochairetisméni ékdosi tou aftokinítou pou ítan polý dimorfilés sti dekaetía tou 1960.
- The company launched a farewell [literal discontinued] edition of the car which was vey popular in the 1960s
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποχαιρετισμένος (apochairetisménos) | αποχαιρετισμένη (apochairetisméni) | αποχαιρετισμένο (apochairetisméno) | αποχαιρετισμένοι (apochairetisménoi) | αποχαιρετισμένες (apochairetisménes) | αποχαιρετισμένα (apochairetisména) | |
genitive | αποχαιρετισμένου (apochairetisménou) | αποχαιρετισμένης (apochairetisménis) | αποχαιρετισμένου (apochairetisménou) | αποχαιρετισμένων (apochairetisménon) | αποχαιρετισμένων (apochairetisménon) | αποχαιρετισμένων (apochairetisménon) | |
accusative | αποχαιρετισμένο (apochairetisméno) | αποχαιρετισμένη (apochairetisméni) | αποχαιρετισμένο (apochairetisméno) | αποχαιρετισμένους (apochairetisménous) | αποχαιρετισμένες (apochairetisménes) | αποχαιρετισμένα (apochairetisména) | |
vocative | αποχαιρετισμένε (apochairetisméne) | αποχαιρετισμένη (apochairetisméni) | αποχαιρετισμένο (apochairetisméno) | αποχαιρετισμένοι (apochairetisménoi) | αποχαιρετισμένες (apochairetisménes) | αποχαιρετισμένα (apochairetisména) |