Jump to content

αποχαιρετισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.çe.ɾe.tiˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧πο‧χαι‧ρε‧τι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

αποχαιρετισμένος (apochairetisménosm (feminine αποχαιρετισμένη, neuter αποχαιρετισμένο)

  1. Perfect participle of αποχαιρετίζομαι (apochairetízomai), passive voice of αποχαιρετίζω (apochairetízo).
    Η εταιρεία παρουσίασε μια αποχαιρετισμένη έκδοση του αυτοκινήτου που ήταν πολύ δημορφιλές στη δεκαετία του 1960.
    I etaireía parousíase mia apochairetisméni ékdosi tou aftokinítou pou ítan polý dimorfilés sti dekaetía tou 1960.
    The company launched a farewell [literal discontinued] edition of the car which was vey popular in the 1960s

Declension

[edit]
Declension of αποχαιρετισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποχαιρετισμένος (apochairetisménos) αποχαιρετισμένη (apochairetisméni) αποχαιρετισμένο (apochairetisméno) αποχαιρετισμένοι (apochairetisménoi) αποχαιρετισμένες (apochairetisménes) αποχαιρετισμένα (apochairetisména)
genitive αποχαιρετισμένου (apochairetisménou) αποχαιρετισμένης (apochairetisménis) αποχαιρετισμένου (apochairetisménou) αποχαιρετισμένων (apochairetisménon) αποχαιρετισμένων (apochairetisménon) αποχαιρετισμένων (apochairetisménon)
accusative αποχαιρετισμένο (apochairetisméno) αποχαιρετισμένη (apochairetisméni) αποχαιρετισμένο (apochairetisméno) αποχαιρετισμένους (apochairetisménous) αποχαιρετισμένες (apochairetisménes) αποχαιρετισμένα (apochairetisména)
vocative αποχαιρετισμένε (apochairetisméne) αποχαιρετισμένη (apochairetisméni) αποχαιρετισμένο (apochairetisméno) αποχαιρετισμένοι (apochairetisménoi) αποχαιρετισμένες (apochairetisménes) αποχαιρετισμένα (apochairetisména)