αγαλλιασμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Participle

[edit]

αγαλλιασμένος (agalliasménosm (feminine αγαλλιασμένη, neuter αγαλλιασμένο)

  1. Perfect participle of αγαλλιάζω (agalliázo).

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγαλλιασμένος (agalliasménos) αγαλλιασμένη (agalliasméni) αγαλλιασμένο (agalliasméno) αγαλλιασμένοι (agalliasménoi) αγαλλιασμένες (agalliasménes) αγαλλιασμένα (agalliasména)
genitive αγαλλιασμένου (agalliasménou) αγαλλιασμένης (agalliasménis) αγαλλιασμένου (agalliasménou) αγαλλιασμένων (agalliasménon) αγαλλιασμένων (agalliasménon) αγαλλιασμένων (agalliasménon)
accusative αγαλλιασμένο (agalliasméno) αγαλλιασμένη (agalliasméni) αγαλλιασμένο (agalliasméno) αγαλλιασμένους (agalliasménous) αγαλλιασμένες (agalliasménes) αγαλλιασμένα (agalliasména)
vocative αγαλλιασμένε (agalliasméne) αγαλλιασμένη (agalliasméni) αγαλλιασμένο (agalliasméno) αγαλλιασμένοι (agalliasménoi) αγαλλιασμένες (agalliasménes) αγαλλιασμένα (agalliasména)