Category:Greek participle forms
Appearance
See also: Category:Greek participles
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek participles that are inflected to display grammatical relations other than the main form.
Jump to: Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek participle forms"
The following 200 pages are in this category, out of 1,157 total.
(previous page) (next page)Α
- αβγατισμένα
- αβγατισμένε
- αβγατισμένες
- αβγατισμένη
- αβγατισμένης
- αβγατισμένο
- αβγατισμένοι
- αβγατισμένου
- αβγατισμένους
- αβγατισμένων
- αβγοκομμένα
- αβγοκομμένε
- αβγοκομμένες
- αβγοκομμένη
- αβγοκομμένης
- αβγοκομμένο
- αβγοκομμένοι
- αβγοκομμένου
- αβγοκομμένους
- αβγοκομμένων
- αγανακτισμένα
- αγανακτισμένε
- αγανακτισμένες
- αγανακτισμένη
- αγανακτισμένης
- αγανακτισμένο
- αγανακτισμένοι
- αγανακτισμένου
- αγανακτισμένους
- αγανακτισμένων
- αγαπημένα
- αγαπημένε
- αγαπημένες
- αγαπημένη
- αγαπημένης
- αγαπημένο
- αγαπημένοι
- αγαπημένου
- αγαπημένους
- αγαπημένων
- αγγιγμένα
- αγγιγμένε
- αγγιγμένες
- αγγιγμένη
- αγγιγμένης
- αγγιγμένο
- αγγιγμένοι
- αγγιγμένου
- αγγιγμένους
- αγγιγμένων
- αγγισμένα
- αγγισμένε
- αγγισμένες
- αγγισμένη
- αγγισμένης
- αγγισμένο
- αγγισμένοι
- αγγισμένου
- αγγισμένους
- αγγισμένων
- αγιοποιημένα
- αγιοποιημένε
- αγιοποιημένες
- αγιοποιημένη
- αγιοποιημένης
- αγιοποιημένο
- αγιοποιημένοι
- αγιοποιημένου
- αγιοποιημένους
- αγιοποιημένων
- αηδιασμένα
- αηδιασμένε
- αηδιασμένες
- αηδιασμένη
- αηδιασμένης
- αηδιασμένο
- αηδιασμένοι
- αηδιασμένου
- αηδιασμένους
- αηδιασμένων
- αιματοβαμμένα
- αιματοβαμμένε
- αιματοβαμμένες
- αιματοβαμμένη
- αιματοβαμμένης
- αιματοβαμμένο
- αιματοβαμμένοι
- αιματοβαμμένου
- αιματοβαμμένους
- αιματοβαμμένων
- αλατισμένα
- αλατισμένε
- αλατισμένες
- αλατισμένη
- αλατισμένης
- αλατισμένο
- αλατισμένοι
- αλατισμένου
- αλατισμένους
- αλατισμένων
- αλαφιασμένα
- αλαφιασμένε
- αλαφιασμένες
- αλαφιασμένη
- αλαφιασμένης
- αλαφιασμένο
- αλαφιασμένοι
- αλαφιασμένου
- αλαφιασμένους
- αλαφιασμένων
- αλευρωμένα
- αλευρωμένε
- αλευρωμένες
- αλευρωμένη
- αλευρωμένης
- αλευρωμένο
- αλευρωμένοι
- αλευρωμένου
- αλευρωμένους
- αλευρωμένων
- αλληλοσυγκρουόμενα
- αλληλοσυγκρουόμενε
- αλληλοσυγκρουόμενες
- αλληλοσυγκρουόμενη
- αλληλοσυγκρουόμενης
- αλληλοσυγκρουόμενο
- αλληλοσυγκρουόμενοι
- αλληλοσυγκρουόμενου
- αλληλοσυγκρουόμενους
- αλληλοσυγκρουόμενων
- αλυσοδεμένα
- αλυσοδεμένε
- αλυσοδεμένες
- αλυσοδεμένη
- αλυσοδεμένης
- αλυσοδεμένο
- αλυσοδεμένοι
- αλυσοδεμένου
- αλυσοδεμένους
- αλυσοδεμένων
- αμφιλεγόμενα
- αμφιλεγόμενε
- αμφιλεγόμενες
- αμφιλεγόμενη
- αμφιλεγόμενης
- αμφιλεγόμενο
- αμφιλεγόμενοι
- αμφιλεγόμενου
- αμφιλεγόμενους
- αμφιλεγόμενων
- αναβαλλόμενα
- αναβαλλόμενε
- αναβαλλόμενες
- αναβαλλόμενη
- αναβαλλόμενης
- αναβαλλόμενο
- αναβαλλόμενοι
- αναβαλλόμενου
- αναβαλλόμενους
- αναβαλλόμενων
- αναγνωρισμένα
- αναγνωρισμένε
- αναγνωρισμένες
- αναγνωρισμένη
- αναγνωρισμένης
- αναγνωρισμένο
- αναγνωρισμένοι
- αναγνωρισμένου
- αναγνωρισμένους
- αναγνωρισμένων
- αναδημιουργημένα
- αναδημιουργημένε
- αναδημιουργημένες
- αναδημιουργημένη
- αναδημιουργημένης
- αναδημιουργημένο
- αναδημιουργημένοι
- αναδημιουργημένου
- αναδημιουργημένους
- αναδημιουργημένων
- αναθεματισμένα
- αναθεματισμένε
- αναθεματισμένες
- αναθεματισμένη
- αναθεματισμένης
- αναθεματισμένο
- αναθεματισμένοι
- αναθεματισμένου
- αναθεματισμένους
- αναθεματισμένων
- αναμαλλιασμένα
- αναμαλλιασμένε
- αναμαλλιασμένες
- αναμαλλιασμένη
- αναμαλλιασμένης
- αναμαλλιασμένο
- αναμαλλιασμένοι
- αναμαλλιασμένου
- αναμαλλιασμένους
- αναμαλλιασμένων