μονοπαλλόμενο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Etymology 1
[edit]From μόνος (mónos) + παλλόμενος (pallómenos), passive participle of πάλλομαι (pállomai). Nominalised by ellipsis of σύμφωνο (sýmfono).
Noun
[edit]μονοπαλλόμενο • (monopallómeno) n (plural μονοπαλλόμενα)
- (phonetics, phonology) flap, tap (consonant sound made by a single muscle contraction)
- Antonym: πολυπαλλόμενο (polypallómeno)
Declension
[edit]Declension of μονοπαλλόμενο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονοπαλλόμενο • | μονοπαλλόμενα • |
genitive | μονοπαλλόμενου • | μονοπαλλόμενων • |
accusative | μονοπαλλόμενο • | μονοπαλλόμενα • |
vocative | μονοπαλλόμενο • | μονοπαλλόμενα • |
Related terms
[edit]- παλλόμενο (pallómeno) σύμφωνο
- παλλόμενο σύμφωνο (in Greek) at Dictionary of Linguistic Terms at www.greek-language.gr retr:2018.
Etymology 2
[edit]Inflectional form.
Participle
[edit]μονοπαλλόμενο • (monopallómeno)
- Accusative masculine singular form of μονοπαλλόμενος (monopallómenos).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of μονοπαλλόμενος (monopallómenos).