πολυπαλλόμενο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From πολύ (polý) + παλλόμενος (pallómenos), passive participle of πάλλομαι (pállomai). Nominalised by ellipsis of σύμφωνο (sýmfono).
Noun
[edit]πολυπαλλόμενο • (polypallómeno) n (plural πολυπαλλόμενα)
- (phonetics, phonology) trill
- Antonym: μονοπαλλόμενο (monopallómeno)
Declension
[edit]Declension of πολυπαλλόμενο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πολυπαλλόμενο • | πολυπαλλόμενα • |
genitive | πολυπαλλομένου •, πολυπαλλόμενου • | πολυπαλλομένων • |
accusative | πολυπαλλόμενο • | πολυπαλλόμενα • |
vocative | πολυπαλλόμενο • | πολυπαλλόμενα • |