κατηγορούμενο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Substantivised neuter of the passive present participle κατηγορούμενος (katigoroúmenos) of verb κατηγορώ (katigoró). Learnedly, from Ancient Greek κατηγορούμενον (katēgoroúmenon), substantivised neuter participle of κατηγορῶ (katēgorô), contracted form of κατηγορέω (katēgoréō).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κατηγορούμενο • (katigoroúmeno) n (plural κατηγορούμενα)
- (grammar, linguistics) predicative
- "Ο Γιώργος είναι πονηρός" - Το κατηγορούμενο του υποκειμένου είναι το επίθετο "πονηρός".
- "O Giórgos eínai ponirós" - To katigoroúmeno tou ypokeiménou eínai to epítheto "ponirós".
- "George is wicked" - The predicative of the subject is the adjective "wicked".
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατηγορούμενο (katigoroúmeno) | κατηγορούμενα (katigoroúmena) |
genitive | κατηγορουμένου (katigorouménou) κατηγορούμενου (katigoroúmenou) |
κατηγορουμένων (katigorouménon) |
accusative | κατηγορούμενο (katigoroúmeno) | κατηγορούμενα (katigoroúmena) |
vocative | κατηγορούμενο (katigoroúmeno) | κατηγορούμενα (katigoroúmena) |
Participle
[edit]κατηγορούμενο • (katigoroúmeno)
- accusative masculine singular of κατηγορούμενος (katigoroúmenos)
- nominative/accusative/vocative neuter singular of κατηγορούμενος (katigoroúmenos)
Related terms
[edit]- κατηγόρημα n (katigórima, “predicate”)
- κατηγορούμενος (katigoroúmenos, “accused”, passive present participle & noun)
- and see: κατηγορώ (katigoró, “accuse”)
References
[edit]- ^ κατηγορούμενο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language