Jump to content

κατηγορούμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Present participle of κατηγορούμαι (katigoroúmai), passive voice of κατηγορώ (katigoró, accuse). All genders, also substantivised.
As noun, learnedly, as in the substantivised plural masculine participle κατηγορούμενοι (katēgoroúmenoi) of Ancient Greek κατηγορούμενος (katēgoroúmenos) of verb κατηγορῶ (katēgorô), contracted form of κατηγορέω (katēgoréō) & semantic loan from French accusé.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ka.ti.ɣoˈɾu.me.nos/
  • Hyphenation: κα‧τη‧γο‧ρού‧με‧νος

Noun

[edit]

κατηγορούμενος (katigoroúmenosm (plural κατηγορούμενοι, feminine κατηγορουμένη)

  1. accused, defendant, charged

Declension

[edit]
Declension of κατηγορούμενος
singular plural
nominative κατηγορούμενος (katigoroúmenos) κατηγορούμενοι (katigoroúmenoi)
genitive κατηγορουμένου (katigorouménou) κατηγορουμένων (katigorouménon)
accusative κατηγορούμενο (katigoroúmeno) κατηγορουμένους (katigorouménous)
vocative κατηγορούμενε (katigoroúmene) κατηγορούμενοι (katigoroúmenoi)

Participle

[edit]

κατηγορούμενος (katigoroúmenosm (feminine κατηγορούμενη, neuter κατηγορούμενο) also, formal feminine κατηγορουμένη (katigorouméni) chiefly as noun.

  1. This term needs a translation to English. Please help out and add a translation, then remove the text {{rfdef}}.

Declension

[edit]
Declension of κατηγορούμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κατηγορούμενος (katigoroúmenos) κατηγορούμενη (katigoroúmeni) κατηγορούμενο (katigoroúmeno) κατηγορούμενοι (katigoroúmenoi) κατηγορούμενες (katigoroúmenes) κατηγορούμενα (katigoroúmena)
genitive κατηγορούμενου (katigoroúmenou) κατηγορούμενης (katigoroúmenis) κατηγορούμενου (katigoroúmenou) κατηγορούμενων (katigoroúmenon) κατηγορούμενων (katigoroúmenon) κατηγορούμενων (katigoroúmenon)
accusative κατηγορούμενο (katigoroúmeno) κατηγορούμενη (katigoroúmeni) κατηγορούμενο (katigoroúmeno) κατηγορούμενους (katigoroúmenous) κατηγορούμενες (katigoroúmenes) κατηγορούμενα (katigoroúmena)
vocative κατηγορούμενε (katigoroúmene) κατηγορούμενη (katigoroúmeni) κατηγορούμενο (katigoroúmeno) κατηγορούμενοι (katigoroúmenoi) κατηγορούμενες (katigoroúmenes) κατηγορούμενα (katigoroúmena)

Notes: Also, formal feminine κατηγορουμένη (katigorouméni) chiefly when substantivised.
Compare to the declensions of the masuculine and feminine nouns.

[edit]

References

[edit]
  1. ^ κατηγορούμενος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language