Jump to content

κατηγορουμένη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

κατηγορουμένη (katigorouménif (plural κατηγορουμένες, masculine κατηγορούμενος)

  1. accused, defendant, charged

Declension

[edit]
Declension of κατηγορουμένη
singular plural
nominative κατηγορουμένη (katigorouméni) κατηγορουμένες (katigorouménes)
genitive κατηγορουμένης (katigorouménis) κατηγορουμένων (katigorouménon)
accusative κατηγορουμένη (katigorouméni) κατηγορουμένες (katigorouménes)
vocative κατηγορουμένη (katigorouméni) κατηγορουμένες (katigorouménes)
[edit]