κατηγορουμένη
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]κατηγορουμένη • (katigorouméni) f (plural κατηγορουμένες, masculine κατηγορούμενος)
Declension
[edit]Declension of κατηγορουμένη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατηγορουμένη • | κατηγορουμένες • |
genitive | κατηγορουμένης • | κατηγορουμένων • |
accusative | κατηγορουμένη • | κατηγορουμένες • |
vocative | κατηγορουμένη • | κατηγορουμένες • |
Related terms
[edit]- κατηγορία f (katigoría, “charge”)