κατηγορουμένη
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]κατηγορουμένη • (katigorouméni) f (plural κατηγορουμένες, masculine κατηγορούμενος)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατηγορουμένη (katigorouméni) | κατηγορουμένες (katigorouménes) |
genitive | κατηγορουμένης (katigorouménis) | κατηγορουμένων (katigorouménon) |
accusative | κατηγορουμένη (katigorouméni) | κατηγορουμένες (katigorouménes) |
vocative | κατηγορουμένη (katigorouméni) | κατηγορουμένες (katigorouménes) |
Related terms
[edit]- κατηγορία f (katigoría, “charge”)