αλληλοσυγκρουόμενο
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αλληλοσυγκρουόμενο • (allilosygkrouómeno)
- accusative masculine singular of αλληλοσυγκρουόμενος (allilosygkrouómenos)
- nominative/accusative/vocative neuter singular of αλληλοσυγκρουόμενος (allilosygkrouómenos)