αλληλοσυγκρουόμενος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Present participle of αλληλοσυγκρούομαι (allilosygkroúomai) (passive voice) (“to collide, conflict with each other”), a deponent verb.
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αλληλοσυγκρουόμενος • (allilosygkrouómenos) m (feminine αλληλοσυγκρουόμενη, neuter αλληλοσυγκρουόμενο)
- colliding to each other
- conflicting with each other
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλληλοσυγκρουόμενος (allilosygkrouómenos) | αλληλοσυγκρουόμενη (allilosygkrouómeni) | αλληλοσυγκρουόμενο (allilosygkrouómeno) | αλληλοσυγκρουόμενοι (allilosygkrouómenoi) | αλληλοσυγκρουόμενες (allilosygkrouómenes) | αλληλοσυγκρουόμενα (allilosygkrouómena) | |
genitive | αλληλοσυγκρουόμενου (allilosygkrouómenou) | αλληλοσυγκρουόμενης (allilosygkrouómenis) | αλληλοσυγκρουόμενου (allilosygkrouómenou) | αλληλοσυγκρουόμενων (allilosygkrouómenon) | αλληλοσυγκρουόμενων (allilosygkrouómenon) | αλληλοσυγκρουόμενων (allilosygkrouómenon) | |
accusative | αλληλοσυγκρουόμενο (allilosygkrouómeno) | αλληλοσυγκρουόμενη (allilosygkrouómeni) | αλληλοσυγκρουόμενο (allilosygkrouómeno) | αλληλοσυγκρουόμενους (allilosygkrouómenous) | αλληλοσυγκρουόμενες (allilosygkrouómenes) | αλληλοσυγκρουόμενα (allilosygkrouómena) | |
vocative | αλληλοσυγκρουόμενε (allilosygkrouómene) | αλληλοσυγκρουόμενη (allilosygkrouómeni) | αλληλοσυγκρουόμενο (allilosygkrouómeno) | αλληλοσυγκρουόμενοι (allilosygkrouómenoi) | αλληλοσυγκρουόμενες (allilosygkrouómenes) | αλληλοσυγκρουόμενα (allilosygkrouómena) |
Related terms
[edit]- συγκρούομαι (sygkroúomai, “to collide, conflict”)
- συγκρουόμενος (sygkrouómenos, “colliding, conflicting”, passive present participle)
- σύγκρουση f (sýgkrousi, “collision, conflict”)