συγκρούομαι
Jump to navigation
Jump to search
Ancient Greek
[edit]Pronunciation
[edit]- (5th BCE Attic) IPA(key): /syŋ.krǔː.o.mai̯/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /syŋˈkru.o.mɛ/
- (4th CE Koine) IPA(key): /syŋˈɡru.o.mɛ/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /syŋˈɡru.o.me/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /siŋˈɡru.o.me/
Verb
[edit]συγκρούομαι • (sunkroúomai)
- first-person singular indicative present mediopassive of συγκρούω (sunkroúō)
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek συγκρούομαι, passive of συγκρούω (sunkroúō).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]συγκρούομαι • (sygkroúomai) deponent (past συγκρούστηκα)
Conjugation
[edit]συγκρούομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | συγκρούομαι | συγκρουστώ, {συγκρουσθώ}1 |
2 sg | συγκρούεσαι | συγκρουστείς, συγκρουσθείς |
3 sg | συγκρούεται | συγκρουστεί, συγκρουσθεί |
1 pl | συγκρουόμαστε | συγκρουστούμε, συγκρουσθούμε |
2 pl | συγκρούεστε, συγκρουόσαστε | συγκρουστείτε, συγκρουσθείτε |
3 pl | συγκρούονται | συγκρουστούν(ε), συγκρουσθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | συγκρουόμουν(α) | συγκρούστηκα, {συγκρούσθηκα}1 |
2 sg | συγκρουόσουν(α) | συγκρούστηκες, συγκρούσθηκες |
3 sg | συγκρουόταν(ε) | συγκρούστηκε, συγκρούσθηκε |
1 pl | συγκρουόμασταν, (‑όμαστε) | συγκρουστήκαμε, συγκρουσθήκαμε |
2 pl | συγκρουόσασταν, (‑όσαστε) | συγκρουστήκατε, συγκρουσθήκατε |
3 pl | συγκρούονταν, (συγκρουόντουσαν) | συγκρούστηκαν, συγκρουστήκαν(ε), συγκρούσθηκαν, συγκρουσθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα συγκρούομαι ➤ | θα συγκρουστώ / συγκρουσθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συγκρούεσαι, … | θα συγκρουστείς / συγκρουσθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συγκρουστεί / συγκρουσθεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συγκρουστεί / συγκρουσθεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συγκρουστεί / συγκρουσθεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | — |
2 pl | συγκρούεστε | συγκρουστείτε, συγκρουσθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | συγκρουόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | συγκρουστεί, συγκρουσθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Formal types with -σθ- are less common. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Derived terms
[edit]- συγκρουόμενα n pl (sygkrouómena, “bumper cars, dodgems”)
- συγκρουόμενος (sygkrouómenos, present participle)
Related terms
[edit]- αλληλοσυγκρούομαι (allilosygkroúomai, “collide with each other”)
- σύγκρουση f (sýgkrousi, “conflict, clash”)
- συγκρουσιακός (sygkrousiakós, “who clashes”)
- and see: κρούω (kroúo, “strike”)
Categories:
- Ancient Greek 4-syllable words
- Ancient Greek terms with IPA pronunciation
- Ancient Greek non-lemma forms
- Ancient Greek verb forms
- Ancient Greek proparoxytone terms
- Greek terms inherited from Koine Greek
- Greek terms derived from Koine Greek
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek verbs
- Greek deponent verbs
- Greek verb conjugation group 'κλείω'
- Greek terms prefixed with συγ-