Jump to content

αντικρισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αντικρίζομαι (antikrízomai), passive voice of αντικρίζω (antikrízo)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /an.di.kɾiˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧ντι‧κρι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

αντικρισμένος (antikrisménosm (feminine αντικρισμένη, neuter αντικρισμένο)

  1. seen, viewed
  2. placed face-to-face, facing opposite (usually of parts of materials)
    see αντικριστός (antikristós)

Declension

[edit]
Declension of αντικρισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικρισμένος (antikrisménos) αντικρισμένη (antikrisméni) αντικρισμένο (antikrisméno) αντικρισμένοι (antikrisménoi) αντικρισμένες (antikrisménes) αντικρισμένα (antikrisména)
genitive αντικρισμένου (antikrisménou) αντικρισμένης (antikrisménis) αντικρισμένου (antikrisménou) αντικρισμένων (antikrisménon) αντικρισμένων (antikrisménon) αντικρισμένων (antikrisménon)
accusative αντικρισμένο (antikrisméno) αντικρισμένη (antikrisméni) αντικρισμένο (antikrisméno) αντικρισμένους (antikrisménous) αντικρισμένες (antikrisménes) αντικρισμένα (antikrisména)
vocative αντικρισμένε (antikrisméne) αντικρισμένη (antikrisméni) αντικρισμένο (antikrisméno) αντικρισμένοι (antikrisménoi) αντικρισμένες (antikrisménes) αντικρισμένα (antikrisména)

See also

[edit]
  • Sometimes, spelling with upsilon αντικρυσμένος, influenced by the adverb αντίκρυ (antíkry)

Further reading

[edit]