απελπισμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of απελπίζομαι (apelpízomai), passive voice of απελπίζω (to despair, desolate).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.pel.piˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧πελ‧πι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

απελπισμένος (apelpisménosm (feminine απελπισμένη, neuter απελπισμένο)

  1. in despair, despairing, desperate
    formal, learned: άπελπις (ápelpis)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απελπισμένος (apelpisménos) απελπισμένη (apelpisméni) απελπισμένο (apelpisméno) απελπισμένοι (apelpisménoi) απελπισμένες (apelpisménes) απελπισμένα (apelpisména)
genitive απελπισμένου (apelpisménou) απελπισμένης (apelpisménis) απελπισμένου (apelpisménou) απελπισμένων (apelpisménon) απελπισμένων (apelpisménon) απελπισμένων (apelpisménon)
accusative απελπισμένο (apelpisméno) απελπισμένη (apelpisméni) απελπισμένο (apelpisméno) απελπισμένους (apelpisménous) απελπισμένες (apelpisménes) απελπισμένα (apelpisména)
vocative απελπισμένε (apelpisméne) απελπισμένη (apelpisméni) απελπισμένο (apelpisméno) απελπισμένοι (apelpisménoi) απελπισμένες (apelpisménes) απελπισμένα (apelpisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απελπισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απελπισμένος, etc.)

[edit]