απελπισμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of απελπίζομαι (apelpízomai), passive voice of απελπίζω (“to despair, desolate”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]απελπισμένος • (apelpisménos) m (feminine απελπισμένη, neuter απελπισμένο)
- in despair, despairing, desperate
- formal, learned: άπελπις (ápelpis)
Declension
[edit]Declension of απελπισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απελπισμένος • | απελπισμένη • | απελπισμένο • | απελπισμένοι • | απελπισμένες • | απελπισμένα • |
genitive | απελπισμένου • | απελπισμένης • | απελπισμένου • | απελπισμένων • | απελπισμένων • | απελπισμένων • |
accusative | απελπισμένο • | απελπισμένη • | απελπισμένο • | απελπισμένους • | απελπισμένες • | απελπισμένα • |
vocative | απελπισμένε • | απελπισμένη • | απελπισμένο • | απελπισμένοι • | απελπισμένες • | απελπισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απελπισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απελπισμένος, etc.) |
Related terms
[edit]- see: απελπισία f (apelpisía, “despair”)