θυμωμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect passive participle of θυμώνω (thymóno, “to anger, I make angry”), a verb without passive voice forms.
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]θυμωμένος • (thymoménos) m (feminine θυμωμένη, neuter θυμωμένο)
Declension
[edit]Declension of θυμωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θυμωμένος • | θυμωμένη • | θυμωμένο • | θυμωμένοι • | θυμωμένες • | θυμωμένα • |
genitive | θυμωμένου • | θυμωμένης • | θυμωμένου • | θυμωμένων • | θυμωμένων • | θυμωμένων • |
accusative | θυμωμένο • | θυμωμένη • | θυμωμένο • | θυμωμένους • | θυμωμένες • | θυμωμένα • |
vocative | θυμωμένε • | θυμωμένη • | θυμωμένο • | θυμωμένοι • | θυμωμένες • | θυμωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θυμωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θυμωμένος, etc.) |
Synonyms
[edit]- οργισμένος (orgisménos, “enraged”, participle)
Related terms
[edit]- θυμώδης (thymódis)
Further reading
[edit]- θυμωμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language