Jump to content

αργοπορημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aɾ.ɣo.po.ɾiˈme.nos/
  • Hyphenation: αρ‧γο‧πο‧ρη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αργοπορημένος (argoporiménosm (feminine αργοπορημένη, neuter αργοπορημένο)

  1. passive perfect participle of αργοπορώ (argoporó): delayed, late

Declension

[edit]
Declension of αργοπορημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αργοπορημένος (argoporiménos) αργοπορημένη (argoporiméni) αργοπορημένο (argoporiméno) αργοπορημένοι (argoporiménoi) αργοπορημένες (argoporiménes) αργοπορημένα (argoporiména)
genitive αργοπορημένου (argoporiménou) αργοπορημένης (argoporiménis) αργοπορημένου (argoporiménou) αργοπορημένων (argoporiménon) αργοπορημένων (argoporiménon) αργοπορημένων (argoporiménon)
accusative αργοπορημένο (argoporiméno) αργοπορημένη (argoporiméni) αργοπορημένο (argoporiméno) αργοπορημένους (argoporiménous) αργοπορημένες (argoporiménes) αργοπορημένα (argoporiména)
vocative αργοπορημένε (argoporiméne) αργοπορημένη (argoporiméni) αργοπορημένο (argoporiméno) αργοπορημένοι (argoporiménoi) αργοπορημένες (argoporiménes) αργοπορημένα (argoporiména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αργοπορημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αργοπορημένος, etc.)