αργοπορημένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αργοπορημένος • (argoporiménos) m (feminine αργοπορημένη, neuter αργοπορημένο)
Declension
[edit]Declension of αργοπορημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αργοπορημένος • | αργοπορημένη • | αργοπορημένο • | αργοπορημένοι • | αργοπορημένες • | αργοπορημένα • |
genitive | αργοπορημένου • | αργοπορημένης • | αργοπορημένου • | αργοπορημένων • | αργοπορημένων • | αργοπορημένων • |
accusative | αργοπορημένο • | αργοπορημένη • | αργοπορημένο • | αργοπορημένους • | αργοπορημένες • | αργοπορημένα • |
vocative | αργοπορημένε • | αργοπορημένη • | αργοπορημένο • | αργοπορημένοι • | αργοπορημένες • | αργοπορημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αργοπορημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αργοπορημένος, etc.) |