εγκατεστημένος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of εγκαθίσταμαι (egkathístamai), passive voice of εγκαθιστώ (“install, reside”), a calque of French établi or installé.[1]
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]εγκατεστημένος • (egkatestiménos) m (feminine εγκατεστημένη, neuter εγκατεστημένο)
- residing
- Είμαι από την Αθήνα, αλλά τα τελευταία χρόνια είμαι εγκατεστημένος στο Λονδίνο.
- Eímai apó tin Athína, allá ta teleftaía chrónia eímai egkatestiménos sto Londíno.
- I come from Athens, but I reside in London for the last past years.
- installed
- Έχω εγκατεστημένα πολλά προγράμματα στον υπολογιστή μου.
- Écho egkatestiména pollá prográmmata ston ypologistí mou.
- I have many programms installed at my computer.
- alternative form, less formal: εγκαταστημένος (egkatastiménos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εγκατεστημένος (egkatestiménos) | εγκατεστημένη (egkatestiméni) | εγκατεστημένο (egkatestiméno) | εγκατεστημένοι (egkatestiménoi) | εγκατεστημένες (egkatestiménes) | εγκατεστημένα (egkatestiména) | |
genitive | εγκατεστημένου (egkatestiménou) | εγκατεστημένης (egkatestiménis) | εγκατεστημένου (egkatestiménou) | εγκατεστημένων (egkatestiménon) | εγκατεστημένων (egkatestiménon) | εγκατεστημένων (egkatestiménon) | |
accusative | εγκατεστημένο (egkatestiméno) | εγκατεστημένη (egkatestiméni) | εγκατεστημένο (egkatestiméno) | εγκατεστημένους (egkatestiménous) | εγκατεστημένες (egkatestiménes) | εγκατεστημένα (egkatestiména) | |
vocative | εγκατεστημένε (egkatestiméne) | εγκατεστημένη (egkatestiméni) | εγκατεστημένο (egkatestiméno) | εγκατεστημένοι (egkatestiménoi) | εγκατεστημένες (egkatestiménes) | εγκατεστημένα (egkatestiména) |
Related terms
[edit]- κατεστημένος (katestiménos)
References
[edit]- ^ εγκατεστημένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language