Jump to content

κατεστημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of καθίσταμαι (kathístamai), passive voice of καθιστώ (make, appoint). Created from the stem εστη- of the ancient 'second' aorist κατέστην (katéstēn) + the usual passive participle ending -μένος (-ménos). The ancient passive perfect participle was καθεστώς (kathestṓs).
As a political term, a free translation of English established.[1] Also substantivised: see κατεστημένο (katestiméno).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ka.te.stiˈme.nos/
  • Hyphenation: κα‧τε‧στη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

κατεστημένος (katestiménosm (feminine κατεστημένη, neuter κατεστημένο)

  1. established

Declension

[edit]
Declension of κατεστημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κατεστημένος (katestiménos) κατεστημένη (katestiméni) κατεστημένο (katestiméno) κατεστημένοι (katestiménoi) κατεστημένες (katestiménes) κατεστημένα (katestiména)
genitive κατεστημένου (katestiménou) κατεστημένης (katestiménis) κατεστημένου (katestiménou) κατεστημένων (katestiménon) κατεστημένων (katestiménon) κατεστημένων (katestiménon)
accusative κατεστημένο (katestiméno) κατεστημένη (katestiméni) κατεστημένο (katestiméno) κατεστημένους (katestiménous) κατεστημένες (katestiménes) κατεστημένα (katestiména)
vocative κατεστημένε (katestiméne) κατεστημένη (katestiméni) κατεστημένο (katestiméno) κατεστημένοι (katestiménoi) κατεστημένες (katestiménes) κατεστημένα (katestiména)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ κατεστημένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language