Jump to content

αηδιασμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Passive perfect participle of αηδιάζω (aïdiázo) (a verb with active forms only).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.i.ði.a.ˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧η‧δι‧α‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

αηδιασμένος (aïdiasménosm (feminine αηδιασμένη, neuter αηδιασμένο)

  1. disgusted, repelled, revolted

Declension

[edit]
Declension of αηδιασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αηδιασμένος (aïdiasménos) αηδιασμένη (aïdiasméni) αηδιασμένο (aïdiasméno) αηδιασμένοι (aïdiasménoi) αηδιασμένες (aïdiasménes) αηδιασμένα (aïdiasména)
genitive αηδιασμένου (aïdiasménou) αηδιασμένης (aïdiasménis) αηδιασμένου (aïdiasménou) αηδιασμένων (aïdiasménon) αηδιασμένων (aïdiasménon) αηδιασμένων (aïdiasménon)
accusative αηδιασμένο (aïdiasméno) αηδιασμένη (aïdiasméni) αηδιασμένο (aïdiasméno) αηδιασμένους (aïdiasménous) αηδιασμένες (aïdiasménes) αηδιασμένα (aïdiasména)
vocative αηδιασμένε (aïdiasméne) αηδιασμένη (aïdiasméni) αηδιασμένο (aïdiasméno) αηδιασμένοι (aïdiasménoi) αηδιασμένες (aïdiasménes) αηδιασμένα (aïdiasména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αηδιασμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αηδιασμένος, etc.)

[edit]