αηδιαστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αηδία f (aïdía, “disgust, revulsion”). First attested 1886.
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αηδιαστικός • (aïdiastikós) m (feminine αηδιαστική, neuter αηδιαστικό)
- disgusting, repulsive, revolting, sickening, nauseating (causing intense dislike)
- Τι αηδιαστικός άνθρωπος!
- Ti aïdiastikós ánthropos!
- What a disgusting person!
- Όταν άνοιξα την πόρτα της τουαλέτας, μου ήρθε μια αηδιαστική μυρωδιά.
- Ótan ánoixa tin pórta tis toualétas, mou írthe mia aïdiastikí myrodiá.
- When I opened the toilet door, a disgusting smell came to me.
Declension
[edit]Declension of αηδιαστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αηδιαστικός • | αηδιαστική • | αηδιαστικό • | αηδιαστικοί • | αηδιαστικές • | αηδιαστικά • |
genitive | αηδιαστικού • | αηδιαστικής • | αηδιαστικού • | αηδιαστικών • | αηδιαστικών • | αηδιαστικών • |
accusative | αηδιαστικό • | αηδιαστική • | αηδιαστικό • | αηδιαστικούς • | αηδιαστικές • | αηδιαστικά • |
vocative | αηδιαστικέ • | αηδιαστική • | αηδιαστικό • | αηδιαστικοί • | αηδιαστικές • | αηδιαστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αηδιαστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αηδιαστικός, etc.) |
Synonyms
[edit]- (disgusting, revolting, repulsive): αηδής (aïdís) (formal), σιχαμερός (sichamerós), απεχθής (apechthís), απωθητικός (apothitikós), αποκρουστικός (apokroustikós), βδελυρός (vdelyrós)
Derived terms
[edit]- αηδιαστικά (aïdiastiká, “disgustingly, revoltingly, nauseatingly”) (adverb)
Related terms
[edit]- αηδιάζω (aïdiázo, “to be disgusted”)
- αηδιασμένος (aïdiasménos, “disgusted”)