Jump to content

αφηγημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αφηγούμαι (afigoúmai, narrate), a verb only in the passive form.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.fi.ʝiˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧φη‧γη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αφηγημένος (afigiménosm (feminine αφηγημένη, neuter αφηγημένο)

  1. (uncommon) narrated, recounted

Declension

[edit]
Declension of αφηγημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αφηγημένος (afigiménos) αφηγημένη (afigiméni) αφηγημένο (afigiméno) αφηγημένοι (afigiménoi) αφηγημένες (afigiménes) αφηγημένα (afigiména)
genitive αφηγημένου (afigiménou) αφηγημένης (afigiménis) αφηγημένου (afigiménou) αφηγημένων (afigiménon) αφηγημένων (afigiménon) αφηγημένων (afigiménon)
accusative αφηγημένο (afigiméno) αφηγημένη (afigiméni) αφηγημένο (afigiméno) αφηγημένους (afigiménous) αφηγημένες (afigiménes) αφηγημένα (afigiména)
vocative αφηγημένε (afigiméne) αφηγημένη (afigiméni) αφηγημένο (afigiméno) αφηγημένοι (afigiménoi) αφηγημένες (afigiménes) αφηγημένα (afigiména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αφηγημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αφηγημένος, etc.)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]