Jump to content

αποξενωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αποξενώνομαι (apoxenónomai), passive voice of αποξενώνω (alienate).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.kse.noˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧πο‧ξε‧νω‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αποξενωμένος (apoxenoménosm (feminine αποξενωμένη, neuter αποξενωμένο)

  1. alienated, estranged

Declension

[edit]
Declension of αποξενωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποξενωμένος (apoxenoménos) αποξενωμένη (apoxenoméni) αποξενωμένο (apoxenoméno) αποξενωμένοι (apoxenoménoi) αποξενωμένες (apoxenoménes) αποξενωμένα (apoxenoména)
genitive αποξενωμένου (apoxenoménou) αποξενωμένης (apoxenoménis) αποξενωμένου (apoxenoménou) αποξενωμένων (apoxenoménon) αποξενωμένων (apoxenoménon) αποξενωμένων (apoxenoménon)
accusative αποξενωμένο (apoxenoméno) αποξενωμένη (apoxenoméni) αποξενωμένο (apoxenoméno) αποξενωμένους (apoxenoménous) αποξενωμένες (apoxenoménes) αποξενωμένα (apoxenoména)
vocative αποξενωμένε (apoxenoméne) αποξενωμένη (apoxenoméni) αποξενωμένο (apoxenoméno) αποξενωμένοι (apoxenoménoi) αποξενωμένες (apoxenoménes) αποξενωμένα (apoxenoména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποξενωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποξενωμένος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]