Jump to content

βαθμολογημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of βαθμολογούμαι (vathmologoúmai), passive voice of βαθμολογώ (vathmologó, to grade).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /vaθmoloʝiˈmenos/
  • Hyphenation: βαθ‧μο‧λο‧γη‧μέ‧νος
  • Old Hyphenation: βα‧θμο‧λο‧γη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

βαθμολογημένος (vathmologiménosm (feminine βαθμολογημένη, neuter βαθμολογημένο)

  1. marked, rated, graded
    Τα γραπτά είναι βαθμολογημένα και οι μαθητές μπορούν να μάθουν τους βαθμούς τους.
    Ta graptá eínai vathmologiména kai oi mathités boroún na máthoun tous vathmoús tous.
    The exam papers are marked and the students may be notified of their grades.
  2. calibrated, graduated

Declension

[edit]
Declension of βαθμολογημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βαθμολογημένος (vathmologiménos) βαθμολογημένη (vathmologiméni) βαθμολογημένο (vathmologiméno) βαθμολογημένοι (vathmologiménoi) βαθμολογημένες (vathmologiménes) βαθμολογημένα (vathmologiména)
genitive βαθμολογημένου (vathmologiménou) βαθμολογημένης (vathmologiménis) βαθμολογημένου (vathmologiménou) βαθμολογημένων (vathmologiménon) βαθμολογημένων (vathmologiménon) βαθμολογημένων (vathmologiménon)
accusative βαθμολογημένο (vathmologiméno) βαθμολογημένη (vathmologiméni) βαθμολογημένο (vathmologiméno) βαθμολογημένους (vathmologiménous) βαθμολογημένες (vathmologiménes) βαθμολογημένα (vathmologiména)
vocative βαθμολογημένε (vathmologiméne) βαθμολογημένη (vathmologiméni) βαθμολογημένο (vathmologiméno) βαθμολογημένοι (vathmologiménoi) βαθμολογημένες (vathmologiménes) βαθμολογημένα (vathmologiména)

Antonyms

[edit]
[edit]