Jump to content

απατημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of απατιέμαι (apatiémai) and απατώμαι (apatómai), passive voices of απατώ, απατάω (deceive; mistake).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.pa.tiˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧πα‧τη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

απατημένος (apatiménosm (feminine απατημένη, neuter απατημένο)

  1. cheated, whose spouse is unfaithful, deceived
    απατημένος σύζυγοςapatiménos sýzygosdeceived husband
  2. tricked, deceived
    Synonym: εξαπατημένος (exapatiménos)

Declension

[edit]
Declension of απατημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απατημένος (apatiménos) απατημένη (apatiméni) απατημένο (apatiméno) απατημένοι (apatiménoi) απατημένες (apatiménes) απατημένα (apatiména)
genitive απατημένου (apatiménou) απατημένης (apatiménis) απατημένου (apatiménou) απατημένων (apatiménon) απατημένων (apatiménon) απατημένων (apatiménon)
accusative απατημένο (apatiméno) απατημένη (apatiméni) απατημένο (apatiméno) απατημένους (apatiménous) απατημένες (apatiménes) απατημένα (apatiména)
vocative απατημένε (apatiméne) απατημένη (apatiméni) απατημένο (apatiméno) απατημένοι (apatiménoi) απατημένες (apatiménes) απατημένα (apatiména)