δικαιολογημένος
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]δικαιολογημένος • (dikaiologiménos) m (feminine δικαιολογημένη, neuter δικαιολογημένο)
- passive perfect participle of δικαιολογώ (dikaiologó):
- justified (having a justification)
- justifiable
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δικαιολογημένος (dikaiologiménos) | δικαιολογημένη (dikaiologiméni) | δικαιολογημένο (dikaiologiméno) | δικαιολογημένοι (dikaiologiménoi) | δικαιολογημένες (dikaiologiménes) | δικαιολογημένα (dikaiologiména) | |
genitive | δικαιολογημένου (dikaiologiménou) | δικαιολογημένης (dikaiologiménis) | δικαιολογημένου (dikaiologiménou) | δικαιολογημένων (dikaiologiménon) | δικαιολογημένων (dikaiologiménon) | δικαιολογημένων (dikaiologiménon) | |
accusative | δικαιολογημένο (dikaiologiméno) | δικαιολογημένη (dikaiologiméni) | δικαιολογημένο (dikaiologiméno) | δικαιολογημένους (dikaiologiménous) | δικαιολογημένες (dikaiologiménes) | δικαιολογημένα (dikaiologiména) | |
vocative | δικαιολογημένε (dikaiologiméne) | δικαιολογημένη (dikaiologiméni) | δικαιολογημένο (dikaiologiméno) | δικαιολογημένοι (dikaiologiménoi) | δικαιολογημένες (dikaiologiménes) | δικαιολογημένα (dikaiologiména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δικαιολογημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δικαιολογημένος, etc.)
Derived terms
[edit]- δικαιολογημένα (dikaiologiména, adverb)
References
[edit]- δικαιολογημένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language