From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Koine Greek δικαιολογῶ ( dikaiologô ) , from Ancient Greek δικαιολογέομαι ( dikaiologéomai , “ plead one's cause before the judge ” ) , with semantic loan from French justifier .[ 1]
IPA (key ) : /ði.ce.o.loˈɣo/
Hyphenation: δι‧και‧ο‧λο‧γώ
δικαιολογώ • (dikaiologó ) (past δικαιολόγησα , passive δικαιολογούμαι , ppp δικαιολογημένος ) ( transitive )
to justify ( to provide an acceptable explanation for )
to justify , to warrant ( to be a good, acceptable reason for )
δικαιολογώ , δικαιολογούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
δικαιολογώ
δικαιολογήσω
δικαιολογούμαι
δικαιολογηθώ
2 sg
δικαιολογείς
δικαιολογήσεις
δικαιολογείσαι
δικαιολογηθείς
3 sg
δικαιολογεί
δικαιολογήσει
δικαιολογείται
δικαιολογηθεί
1 pl
δικαιολογούμε
δικαιολογήσουμε , [-ομε ]
δικαιολογούμαστε
δικαιολογηθούμε
2 pl
δικαιολογείτε
δικαιολογήσετε
δικαιολογείστε
δικαιολογηθείτε
3 pl
δικαιολογούν (ε )
δικαιολογήσουν (ε )
δικαιολογούνται
δικαιολογηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
δικαιολογούσα
δικαιολόγησα
[δικαιολογούμουν (α )]
δικαιολογήθηκα
2 sg
δικαιολογούσες
δικαιολόγησες
[δικαιολογούσουν (α )]
δικαιολογήθηκες
3 sg
δικαιολογούσε
δικαιολόγησε
δικαιολογούνταν , {δικαιολογείτο }
δικαιολογήθηκε
1 pl
δικαιολογούσαμε
δικαιολογήσαμε
δικαιολογούμασταν , (‑ούμαστε )
δικαιολογηθήκαμε
2 pl
δικαιολογούσατε
δικαιολογήσατε
[δικαιολογούσασταν , (‑ούσαστε )]
δικαιολογηθήκατε
3 pl
δικαιολογούσαν (ε )
δικαιολόγησαν , δικαιολογήσαν (ε )
δικαιολογούνταν , {δικαιολογούντο }
δικαιολογήθηκαν , δικαιολογηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα δικαιολογώ ➤
θα δικαιολογήσω ➤
θα δικαιολογούμαι ➤
θα δικαιολογηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα δικαιολογείς , …
θα δικαιολογήσεις , …
θα δικαιολογείσαι , …
θα δικαιολογηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … δικαιολογήσει έχω, έχεις, … δικαιολογημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … δικαιολογηθεί είμαι , είσαι , … δικαιολογημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … δικαιολογήσει είχα, είχες, … δικαιολογημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … δικαιολογηθεί ήμουν , ήσουν , … δικαιολογημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … δικαιολογήσει θα έχω, θα έχεις, … δικαιολογημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … δικαιολογηθεί θα είμαι, θα είσαι, … δικαιολογημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
δικαιολόγησε
—
δικαιολογήσου
2 pl
δικαιολογείτε
δικαιολογήστε
δικαιολογείστε
δικαιολογηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
δικαιολογώντας ➤
δικαιολογούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας δικαιολογήσει ➤
δικαιολογημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
δικαιολογήσει
δικαιολογηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.