δικαιολογία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek δικαιολογία (dikaiología), from the verb δικαιολογῶ (dikaiologô, “to justify”), from δίκαιος (díkaios, “fair”) + λόγος (lógos, “reason, cause”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]δικαιολογία • (dikaiología) f (plural δικαιολογίες)
- (sometimes sarcastic when in plural) excuse (explanation designed to avoid or alleviate guilt or negative judgment)
- Η δικαιολογία του ήταν ότι το λεωφορείο του καθυστέρησε.
- I dikaiología tou ítan óti to leoforeío tou kathystérise.
- His excuse was that the bus was late.
- Αντί να μου πει ότι δεν ήθελε ν’ αρθεί, μου ’πε ότι κάτι έχει να κάνει· δικαιολογίες, τώρα...
- Antí na mou pei óti den íthele n’ artheí, mou ’pe óti káti échei na kánei; dikaiologíes, tóra...
- Instead of just telling me he didn't want to come, he told me that he had something he had to do; excuses, excuses...
- justification, reason, rationale (explanation which provides support for behavior or for a belief or occurrence)
- Όταν άκουσε ο δικαστής την δικαιολογία του, τον άφησε ελεύθερο.
- Ótan ákouse o dikastís tin dikaiología tou, ton áfise eléfthero.
- When the judge heard his justification, he let him go free.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δικαιολογία (dikaiología) | δικαιολογίες (dikaiologíes) |
genitive | δικαιολογίας (dikaiologías) | δικαιολογιών (dikaiologión) |
accusative | δικαιολογία (dikaiología) | δικαιολογίες (dikaiologíes) |
vocative | δικαιολογία (dikaiología) | δικαιολογίες (dikaiologíes) |
Synonyms
[edit]- (excuse): πρόφαση f (prófasi), αφορμή f (aformí)
- (reason, justification): επιχείρημα n (epicheírima), λόγος m (lógos), αιτιολογία f (aitiología), αιτία f (aitía)
Derived terms
[edit]- δικαιολογητικός (dikaiologitikós, “justificatory”)
- δικαιολογήσιμος (dikaiologísimos, “justified, excusable”)
Related terms
[edit]- δικαιολογώ (dikaiologó, “to justify, to excuse”)