Jump to content

δικαιολογία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek δικαιολογία (dikaiología), from the verb δικαιολογῶ (dikaiologô, to justify), from δίκαιος (díkaios, fair) + λόγος (lógos, reason, cause).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ðiceoloˈʝia/
  • Hyphenation: δι‧και‧ο‧λο‧γί‧α

Noun

[edit]

δικαιολογία (dikaiologíaf (plural δικαιολογίες)

  1. (sometimes sarcastic when in plural) excuse (explanation designed to avoid or alleviate guilt or negative judgment)
    Η δικαιολογία του ήταν ότι το λεωφορείο του καθυστέρησε.
    I dikaiología tou ítan óti to leoforeío tou kathystérise.
    His excuse was that the bus was late.
    Αντί να μου πει ότι δεν ήθελε ν’ αρθεί, μου ’πε ότι κάτι έχει να κάνει· δικαιολογίες, τώρα...
    Antí na mou pei óti den íthele n’ artheí, mou ’pe óti káti échei na kánei; dikaiologíes, tóra...
    Instead of just telling me he didn't want to come, he told me that he had something he had to do; excuses, excuses...
  2. justification, reason, rationale (explanation which provides support for behavior or for a belief or occurrence)
    Όταν άκουσε ο δικαστής την δικαιολογία του, τον άφησε ελεύθερο.
    Ótan ákouse o dikastís tin dikaiología tou, ton áfise eléfthero.
    When the judge heard his justification, he let him go free.

Declension

[edit]
Declension of δικαιολογία
singular plural
nominative δικαιολογία (dikaiología) δικαιολογίες (dikaiologíes)
genitive δικαιολογίας (dikaiologías) δικαιολογιών (dikaiologión)
accusative δικαιολογία (dikaiología) δικαιολογίες (dikaiologíes)
vocative δικαιολογία (dikaiología) δικαιολογίες (dikaiologíes)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]