επιχείρημα
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἐπιχείρημα
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἐπιχείρημα (epikheírēma).
Noun
[edit]επιχείρημα • (epicheírima) n (plural επιχειρήματα)
- argument, reasoning (reasons in support of a position)
- Antonym: αντεπιχείρημα (antepicheírima)
Declension
[edit]Declension of επιχείρημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιχείρημα • | επιχειρήματα • |
genitive | επιχειρήματος • | επιχειρημάτων • |
accusative | επιχείρημα • | επιχειρήματα • |
vocative | επιχείρημα • | επιχειρήματα • |
Derived terms
[edit]- αντεπιχείρημα n (antepicheírima, “counterargument”)
- επιχειρηματολογία f (epicheirimatología, “set of arguments”)
Related terms
[edit]- see: επιχειρώ (epicheiró, “to undertake”)
See also
[edit]- καυγάς m (kavgás, “argument, quarrel”)